γεωτεχνικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεωτεχνικός η γεωτεχνική το γεωτεχνικό
      γενική του γεωτεχνικού της γεωτεχνικής του γεωτεχνικού
    αιτιατική τον γεωτεχνικό τη γεωτεχνική το γεωτεχνικό
     κλητική γεωτεχνικέ γεωτεχνική γεωτεχνικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεωτεχνικοί οι γεωτεχνικές τα γεωτεχνικά
      γενική των γεωτεχνικών των γεωτεχνικών των γεωτεχνικών
    αιτιατική τους γεωτεχνικούς τις γεωτεχνικές τα γεωτεχνικά
     κλητική γεωτεχνικοί γεωτεχνικές γεωτεχνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γεωτεχνικός < γεωτεχνικ(ή) + -ος. Μορφολογικά, γεω- + τεχνικός

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝe.o.te.xniˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γεωτεχνικός

Επίθετο

γεωτεχνικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.