γεωτεχνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γεωτεχνικός | η | γεωτεχνική | το | γεωτεχνικό |
| γενική | του | γεωτεχνικού | της | γεωτεχνικής | του | γεωτεχνικού |
| αιτιατική | τον | γεωτεχνικό | τη | γεωτεχνική | το | γεωτεχνικό |
| κλητική | γεωτεχνικέ | γεωτεχνική | γεωτεχνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γεωτεχνικοί | οι | γεωτεχνικές | τα | γεωτεχνικά |
| γενική | των | γεωτεχνικών | των | γεωτεχνικών | των | γεωτεχνικών |
| αιτιατική | τους | γεωτεχνικούς | τις | γεωτεχνικές | τα | γεωτεχνικά |
| κλητική | γεωτεχνικοί | γεωτεχνικές | γεωτεχνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γεωτεχνικός < γεωτεχνικ(ή) + -ος. Μορφολογικά, γεω- + τεχνικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.o.te.xniˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ω‐τε‐χνι‐κός
Επίθετο
γεωτεχνικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη γεωτεχνική
- ※ Το νομοσχέδιο του υπουργού Παιδείας που συζητείται ήδη στη Βουλή, επηρεάζει αναπόφευκτα γεωτεχνικές σχολές, ΕΠΑΛ και σχολές σε επαρχιακά πανεπιστήμια. (Άννα Στεργίου, Αλλάζει ο εκπαιδευτικός χάρτης για γεωτεχνικές ειδικότητες, εφημερίδα Ύπαιθρος Χώρα, 26 Φεβρουαρίου 2018)
Μεταφράσεις
γεωτεχνικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.