γεωτεχνική
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γεωτεχνική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική géotechnique[1] < géo- (γεω-) + technique (τεχνική) < αρχαία ελληνική γῆ, τεχνικός, τέχνη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.o.te.xniˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ω‐τε‐χνι‐κή
- ομόηχο: γεωτεχνικοί
Ουσιαστικό
γεωτεχνική θηλυκό
- (γεωλογία) κλάδος της γεωλογίας που μελετά το έδαφος σε σχέση με τις κατασκευές που γίνονται σ' αυτό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
γεωτεχνική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γεωτεχνικός
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.