γεωσύγχρονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γεωσύγχρονος | η | γεωσύγχρονη | το | γεωσύγχρονο |
| γενική | του | γεωσύγχρονου | της | γεωσύγχρονης | του | γεωσύγχρονου |
| αιτιατική | τον | γεωσύγχρονο | τη | γεωσύγχρονη | το | γεωσύγχρονο |
| κλητική | γεωσύγχρονε | γεωσύγχρονη | γεωσύγχρονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γεωσύγχρονοι | οι | γεωσύγχρονες | τα | γεωσύγχρονα |
| γενική | των | γεωσύγχρονων | των | γεωσύγχρονων | των | γεωσύγχρονων |
| αιτιατική | τους | γεωσύγχρονους | τις | γεωσύγχρονες | τα | γεωσύγχρονα |
| κλητική | γεωσύγχρονοι | γεωσύγχρονες | γεωσύγχρονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
γεωσύγχρονος, -η, -ο
- που περιφέρεται γύρω από τη Γη με την ίδια γωνιακή ταχύτητα, έτσι ώστε να παραμένει σταθερά πάνω από το ίδιο σημείο της επιφάνειας της Γης
- γεωσύγχρονος δορυφόρος
Μεταφράσεις
γεωσύγχρονος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.