γεωσύγχρονων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

γεωσύγχρονων

  1. γενική πληθυντικού του γεωσύγχρονος
  2. γενική πληθυντικού του γεωσύγχρονη
  3. γενική πληθυντικού του γεωσύγχρονο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.