γεφυροποιία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεφυροποιία οι γεφυροποιίες
      γενική της γεφυροποιίας των γεφυροποιιών
    αιτιατική τη γεφυροποιία τις γεφυροποιίες
     κλητική γεφυροποιία γεφυροποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεφυροποιία < γεφυροποιός + -ία

Ουσιαστικό

γεφυροποιία θηλυκό

  1. η κατασκευή γεφυρών
  2. η τεχνική της κατασκευής γεφυρών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.