αυτομόληση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτομόληση οι αυτομολήσεις
      γενική της αυτομόλησης* των αυτομολήσεων
    αιτιατική την αυτομόληση τις αυτομολήσεις
     κλητική αυτομόληση αυτομολήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτομολήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτομόληση < (ελληνιστική κοινή) αὐτομόλησις < αρχαία ελληνική αὐτομολῶ

Ουσιαστικό

αυτομόληση θηλυκό

  • η εκούσια προσχώρηση στο αντίπαλο στρατόπεδο (για στρατιωτικούς, μυστικούς πράκτορες κλπ)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.