γενοκτόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | γενοκτόνος | οι | γενοκτόνοι |
| γενική | του/της | γενοκτόνου | των | γενοκτόνων |
| αιτιατική | τον/τη | γενοκτόνο | τους/τις | γενοκτόνους |
| κλητική | γενοκτόνε | γενοκτόνοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γενοκτόνος < γενοκτον(ία) + -ος, γενο- ( < γένος) + -ο- + -κτόνος < (κτείνω)
Ουσιαστικό
γενοκτόνος αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) αυτός που έχει προβεί σε γενοκτονία
- ο γενοκτόνος θεωρείται εγκληματίας κατά της ανθρωπότητας
Συγγενικά
Μεταφράσεις
γενοκτόνος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.