εθνοκτόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εθνοκτόνος | η | εθνοκτόνα | το | εθνοκτόνο |
| γενική | του | εθνοκτόνου | της | εθνοκτόνας | του | εθνοκτόνου |
| αιτιατική | τον | εθνοκτόνο | την | εθνοκτόνα | το | εθνοκτόνο |
| κλητική | εθνοκτόνε | εθνοκτόνα | εθνοκτόνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εθνοκτόνοι | οι | εθνοκτόνες | τα | εθνοκτόνα |
| γενική | των | εθνοκτόνων | των | εθνοκτόνων | των | εθνοκτόνων |
| αιτιατική | τους | εθνοκτόνους | τις | εθνοκτόνες | τα | εθνοκτόνα |
| κλητική | εθνοκτόνοι | εθνοκτόνες | εθνοκτόνα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εθνοκτόνος < εθνο- + -κτόνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.