γενιτσαρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γενιτσαρισμός οι γενιτσαρισμοί
      γενική του γενιτσαρισμού των γενιτσαρισμών
    αιτιατική τον γενιτσαρισμό τους γενιτσαρισμούς
     κλητική γενιτσαρισμέ γενιτσαρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γενιτσαρισμός < γενίτσαρ(ος) + -ισμός

Ουσιαστικό

γενιτσαρισμός αρσενικό

  1. (ιστορία) (Τουρκοκρατία) η στρατολόγηση γενιτσάρων
  2. (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) συμπεριφορά και ενέργειες που περιέχουν το στοιχείο του φανατισμού, της μισαλλοδοξίας και της αντεκδίκησης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.