γαστρίδιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

γαστρίδιον < γάστρ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον ή υποκοριστικό του γαστήρ

Ουσιαστικό

γαστρίδιον ουδέτερο

  • (υποκοριστικό) η κοιλίτσα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.