συνευρίσκομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συνευρίσκομαι < συν- + ευρίσκομαι

Ρήμα

συνευρίσκομαι

  1. συναντιέμαι κοινωνικά με άλλους ανθρώπους
  2. (επίσημο) συμμετέχω σε σεξουαλική πράξη
    ο σύζυγος την συνέλαβε να συνευρίσκεται με τον εραστή της
    • (αλληλοπαθές)
      τους συνέλαβαν να συνευρίσκονται

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.