πηδιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /piˈðʝe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πη‐διέ‐μαι
Ρηματικός τύπος
πηδιέμαι, πρτ.: πηδιόμουν(α), π.αόρ.: πηδήχτηκα/πηδήθηκα, μτχ.π.π.: πηδημένος/πηδηγμένος
- παθητική φωνή του ρήματος πηδάω/πηδώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.