προβατίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προβατίνα | οι | προβατίνες |
| γενική | της | προβατίνας | των | προβατίνων |
| αιτιατική | την | προβατίνα | τις | προβατίνες |
| κλητική | προβατίνα | προβατίνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
