γένυς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
γενῠ-
ονομαστική γένυς αἱ γένυες
      γενική τῆς γένυος τῶν γενύων
      δοτική τῇ γένυῐ̈ ταῖς γένυσῐ(ν)
& γενύεσσι(ν), γένυσσι επικοί
    αιτιατική τὴν γένυν τὰς γένυς
& γένυας,(συνηρημένο: γένῡς)
     κλητική ! γένυ γένυες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γένυε
γεν-δοτ τοῖν  γενύοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βότρυς' όπως «βότρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γένυς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵénu-, *ǵénus ‎(μάγουλο, σαγόνι, πιγούνι)∙ συγγενές των γένειον και γενειάς, και γενηίς και γνάθος

Ουσιαστικό

γένυς θηλυκό

  1. η γνάθος, τα σαγόνια με τα δόντια
  2. το πηγούνι
  3. (μεταφορικά) η κόψη, ο πέλεκυς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.