γένειον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | γένειον | τὰ | γένειᾰ |
| γενική | τοῦ | γενείου | τῶν | γενείων |
| δοτική | τῷ | γενείῳ | τοῖς | γενείοις |
| αιτιατική | τὸ | γένειον | τὰ | γένειᾰ |
| κλητική ὦ! | γένειον | γένειᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γενείω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γενείοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Εκφράσεις
Σύνθετα
- γενειοσυλλεκτάδαι
Αναφορές
- s.v. γένι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- γένειον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γένειον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.