γένειον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ γένειον τὰ γένει
      γενική τοῦ γενείου τῶν γενείων
      δοτική τῷ γενεί τοῖς γενείοις
    αιτιατική τὸ γένειον τὰ γένει
     κλητική ! γένειον γένει
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γενείω
γεν-δοτ τοῖν  γενείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γένειον, ήδη ομηρικό < *γέ-νεϜ-ιον, υποκοριτικό του γένυς (γνάθος, σαγόνι) [1]

Ουσιαστικό

γένειον ουδέτερο

  1. πιγούνι, το κάτω σαγόνι
  2. η γενειάδα

Εκφράσεις

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη γένυς

Σύνθετα

  • γενειοσυλλεκτάδαι

Αναφορές

  1. s.v. γένι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.