γενειάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Συγγενικά
- ὑπογενειάζω (παρακαλώ κάποιον αγγίζοντας τα γένεια του, που ήταν συμβολική χειρονομία)
- γενειάω (αφήνω μούσι, γένια)
- γενειάς (η γενειάδα)
- γενειάτης και ιωνικός τύπος γενειήτης (ο γενειοφόρος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.