γεμίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

γεμίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γεμίζω
  2. θα γεμίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γεμίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

γεμίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γέμιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.