γάβγισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γάβγισμα | τα | γαβγίσματα |
| γενική | του | γαβγίσματος | των | γαβγισμάτων |
| αιτιατική | το | γάβγισμα | τα | γαβγίσματα |
| κλητική | γάβγισμα | γαβγίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γάβγισμα ουδέτερο
- (φωνή ζώου) η κραυγή του σκύλου
- (μεταφορικά) αυταρχική και ενοχλητική φωνή, λόγος
Συγγενικά
- γαβ, γαβ γαβ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.