γαβγίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γαβγίζω < (ηχομιμητική λέξη) γαβ

Ρήμα

γαβγίζω

  1. βγάζω την κραυγή γαβ
    ο σκύλος γαβγίζει
  2. (μεταφορικά) φωνάζω αυταρχικά, άγρια και ίσως ακατάληπτα
    τι έπαθε πάλι το αφεντικό και γαβγίζει;

  • γαυγίζω (παρωχημένη)

Συγγενικά

Συνώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.