σηκώνω το χέρι
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
σηκώνω το χέρι
- ζητώ το λόγο για να μιλήσω
- ψηφίζω, συμμετέχω σε ψηφοφορία με ανάταση της χειρός
- χειροδικώ, ή απειλώ να χτυπήσω
Μεταφράσεις
σηκώνω το χέρι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.