πετόσφαιρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πετόσφαιρα | οι | πετόσφαιρες |
| γενική | της | πετόσφαιρας | των | πετοσφαιρών |
| αιτιατική | την | πετόσφαιρα | τις | πετόσφαιρες |
| κλητική | πετόσφαιρα | πετόσφαιρες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
πετόσφαιρα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.