βωλάκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βωλάκα | οι | βωλάκες |
| γενική | της | βωλάκας | — | |
| αιτιατική | τη | βωλάκα | τις | βωλάκες |
| κλητική | βωλάκα | βωλάκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βωλάκα < βώλος + -άκα
Ουσιαστικό
βωλάκα θηλυκό
- σβόλος γης, χοντρός βόλος από χώμα
- Θα ήταν καλή να με φακιολίση με καμμιά βωλάκα (Γεώργιος Βιζυηνός, Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου)
Μεταφράσεις
βωλάκα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.