φακιολίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φακιολίζω < ελληνιστική κοινή φακιόλ(ιον) + -ίζω
Ρήμα
φακιολίζω (καθαρεύουσα)
- βάζω το φακιόλι
- ※ Θα ήταν καλή να με φακιολίση με καμμιά βωλάκα (Γεώργιος Βιζυηνός, Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου)
- πιάνω ψηλά τα μαλλιά μου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.