φακιολίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φακιολίζω < ελληνιστική κοινή φακιόλ(ιον) + -ίζω

Ρήμα

φακιολίζω (καθαρεύουσα)

  1. βάζω το φακιόλι
      Θα ήταν καλή να με φακιολίση με καμμιά βωλάκα (Γεώργιος Βιζυηνός, Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου)
  2. πιάνω ψηλά τα μαλλιά μου
     συνώνυμα:: αρχαία ελληνική ἀναδέω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.