βρωμιδρωσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βρωμιδρωσία | οι | βρωμιδρωσίες |
| γενική | της | βρωμιδρωσίας | των | βρωμιδρωσιών |
| αιτιατική | τη | βρωμιδρωσία | τις | βρωμιδρωσίες |
| κλητική | βρωμιδρωσία | βρωμιδρωσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
βρωμιδρωσία θηλυκό
- (σπάνιο) παρωχημένη γραφή βρομιδρωσία η δύσοσμη εφίδρωση, επιπλοκή της υπερίδρωσης
- βρωμίδρωση
- βρωμίδρωσις
Συνώνυμα
- οσμιδρωσία (σπάνιο)
- οσμίδρωση (σπάνιο)
- κακιδρωσία (σπανιότατο)
Μεταφράσεις
βρωμιδρωσία
|
Πηγές
- «βρωμιδρωσία» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.