βρούβα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βρούβα οι βρούβες
      γενική της βρούβας των βρουβών
    αιτιατική τη βρούβα τις βρούβες
     κλητική βρούβα βρούβες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βρούβα < μεσαιωνική ελληνική βρούβα < σλαβικής προέλευσης руб / ръб (πβ. τσεχικά vrub) < πρωτοσλαβική *rǫbъ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

βρούβα θηλυκό

Συνώνυμα

Υπερώνυμα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.