βροχώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βροχώδης η βροχώδης το βροχώδες
      γενική του βροχώδους της βροχώδους του βροχώδους
    αιτιατική τον βροχώδη τη βροχώδη το βροχώδες
     κλητική βροχώδη(ς) βροχώδης βροχώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βροχώδεις οι βροχώδεις τα βροχώδη
      γενική των βροχωδών των βροχωδών των βροχωδών
    αιτιατική τους βροχώδεις τις βροχώδεις τα βροχώδη
     κλητική βροχώδεις βροχώδεις βροχώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βροχώδης < μεσαιωνική ελληνική βροχώδης / βρεχώδης < αρχαία ελληνική βροχή / βρέχω

Επίθετο

βροχώδης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.