βραστερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραστερός η βραστερή το βραστερό
      γενική του βραστερού της βραστερής του βραστερού
    αιτιατική τον βραστερό τη βραστερή το βραστερό
     κλητική βραστερέ βραστερή βραστερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραστεροί οι βραστερές τα βραστερά
      γενική των βραστερών των βραστερών των βραστερών
    αιτιατική τους βραστερούς τις βραστερές τα βραστερά
     κλητική βραστεροί βραστερές βραστερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βραστερός < (βράζω) βρασ- + -τερός [1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /vɾa.steˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βραστερός

Επίθετο

βραστερός, -ή, -ό

  • που εύκολα βράζει
    άμα τα όσπρια δεν είναι βραστερά, όσες ώρες και να τα βράσεις, πάλι άβραστα θα μείνουν

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. βραστερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «βράζω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.