βραστερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βραστερός | η | βραστερή | το | βραστερό |
| γενική | του | βραστερού | της | βραστερής | του | βραστερού |
| αιτιατική | τον | βραστερό | τη | βραστερή | το | βραστερό |
| κλητική | βραστερέ | βραστερή | βραστερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βραστεροί | οι | βραστερές | τα | βραστερά |
| γενική | των | βραστερών | των | βραστερών | των | βραστερών |
| αιτιατική | τους | βραστερούς | τις | βραστερές | τα | βραστερά |
| κλητική | βραστεροί | βραστερές | βραστερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾa.steˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρα‐στε‐ρός
Επίθετο
βραστερός, -ή, -ό
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βράζω
Μεταφράσεις
βραστερός
|
|
Αναφορές
- βραστερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «βράζω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.