βραδύκαυστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βραδύκαυστος | η | βραδύκαυστη | το | βραδύκαυστο |
| γενική | του | βραδύκαυστου | της | βραδύκαυστης | του | βραδύκαυστου |
| αιτιατική | τον | βραδύκαυστο | τη | βραδύκαυστη | το | βραδύκαυστο |
| κλητική | βραδύκαυστε | βραδύκαυστη | βραδύκαυστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βραδύκαυστοι | οι | βραδύκαυστες | τα | βραδύκαυστα |
| γενική | των | βραδύκαυστων | των | βραδύκαυστων | των | βραδύκαυστων |
| αιτιατική | τους | βραδύκαυστους | τις | βραδύκαυστες | τα | βραδύκαυστα |
| κλητική | βραδύκαυστοι | βραδύκαυστες | βραδύκαυστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
βραδύκαυστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.