βούρλο
Νέα ελληνικά (el)

| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βούρλο | τα | βούρλα |
| γενική | του | βούρλου | των | βούρλων |
| αιτιατική | το | βούρλο | τα | βούρλα |
| κλητική | βούρλο | βούρλα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βούρλο < μεσαιωνική ελληνική βοῦρλον < αρχαία ελληνική βροῦλλον , βρύλλον
Ουσιαστικό
βούρλο ουδέτερο
- (φυτό) ποώδες αειθαλές υδρόφιλο φυτό του γένους Juncus, με κυλινδρικό βλαστό και φύλλα μακρόστενα και συνήθως κυλινδρικά επίσης· τα άνθη του είναι μικρά, και από τα φύλλα του φτιάχνονται καλάθια
- (μεταφορικά) ηλίθιος, βλάκας
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.