βούτυρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βουτῡρο-
ονομαστική βούτυρος οἱ βούτυροι
      γενική τοῦ βουτύρου τῶν βουτύρων
      δοτική τῷ βουτύρ τοῖς βουτύροις
    αιτιατική τὸν βούτυρον τοὺς βουτύρους
     κλητική ! βούτυρε βούτυροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βουτύρω
γεν-δοτ τοῖν  βουτύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βούτυρος < αρχαία ελληνική βοῦς + τυρός  δείτε τη λέξη βούτυρον

Ουσιαστικό

βούτυρος αρσενικό (βούτῡρος)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.