βουρτσιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βουρτσιά οι βουρτσιές
      γενική της βουρτσιάς των βουρτσιών
    αιτιατική τη βουρτσιά τις βουρτσιές
     κλητική βουρτσιά βουρτσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βουρτσιά < βούρτσα + -ιά < μεσαιωνική ελληνική βρούτσα < ιταλική brusta < μεσαιωνική λατινική *bruscia < πρωτογερμανική *bruskaz (χαμόκλαδα, συστάδα θάμνων) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰrews- (βλασταίνω)

Ουσιαστικό

βουρτσιά θηλυκό

  1. η κίνηση μιας βούρτσας, καθώς κάποιος βουρτσίζει
  2. το ίχνος που αφήνει μια βούρτσα, καθώς κάποιος βουρτσίζει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.