βουνόν

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

βουνόν < βουνός (αρσενικό) στην αιτιατική τόν βουνόν < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βουνός

Ουσιαστικό

βουνόν ουδέτερο

  • (γεωγραφία) το βουνό
    άλλες μορφές: ουδέτερα: βουνό, βουνίον, βουνί(ν), αρσενικό: βουνός

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
βουν- 
  • ἀκρόβουνον
  • ἀναβουνάδιν
  • ἀναβουνάριν
  • βουνάκι
  • βουνάριν, βουνάρι
  • βουνάριον
  • βουνάτσος
  • βουνήσιος
  • βουνιαῖος
  • βουνίον, βουνί(ν)
  • βουνισμός
  • βουνίτσι(ν)
  • βουνοαναθρεμμένος
  • βουνόθρεπτος
  • βουνόπλαγον
  • βουνόπουλον
  • βουνοτόπιν
  • βουνοτύμβη
  • Μαραθοβουνιώτης
  • μεσοβούνιον
  • ὀρεινοπετροβούνιν
  • παραβούνιν παραβούνι
  • παράβουνον
  • πετροβούνιν
  • πετρόβουνον
  • ποδόβουνον

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βουνόν αρσενικό

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βουνόν αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.