βουλευτικό
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
βουλευτικό ουδέτερο
- το ένα από τα δύο σώματα (το άλλο ήταν το πενταμελές εκτελεστικό) που συστάθηκαν με βάση τις αποφάσεις των πρώτων εθνοσυνελεύσεων και αποτελούσαν την πολιτική ηγεσία των επαναστατημένων Ελλήνων κατά την επανάσταση του '21· αποτελούνταν από 70 μέλη και ασκούσε τη νομοθετική εξουσία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
βουλευτικό
- αιτιατική ενικού του βουλευτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του βουλευτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.