βουερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βουερός | η | βουερή | το | βουερό |
| γενική | του | βουερού | της | βουερής | του | βουερού |
| αιτιατική | τον | βουερό | τη | βουερή | το | βουερό |
| κλητική | βουερέ | βουερή | βουερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βουεροί | οι | βουερές | τα | βουερά |
| γενική | των | βουερών | των | βουερών | των | βουερών |
| αιτιατική | τους | βουερούς | τις | βουερές | τα | βουερά |
| κλητική | βουεροί | βουερές | βουερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αναφορές
- βουερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.