βορικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βορικός | η | βορική | το | βορικό |
| γενική | του | βορικού | της | βορικής | του | βορικού |
| αιτιατική | τον | βορικό | τη | βορική | το | βορικό |
| κλητική | βορικέ | βορική | βορικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βορικοί | οι | βορικές | τα | βορικά |
| γενική | των | βορικών | των | βορικών | των | βορικών |
| αιτιατική | τους | βορικούς | τις | βορικές | τα | βορικά |
| κλητική | βορικοί | βορικές | βορικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βορικός < (άμεσο δάνειο) γαλλική borique < bore (βόριο) + -ique
Επίθετο
βορικός
- (χημεία) που έχει σχέση με το βόριο, αναφέρεται σ’ αυτό ή περιέχει βόριο
- (χημεία) (ουσιαστικοποιημένο) το βορικό
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.