βορικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βορικός η βορική το βορικό
      γενική του βορικού της βορικής του βορικού
    αιτιατική τον βορικό τη βορική το βορικό
     κλητική βορικέ βορική βορικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βορικοί οι βορικές τα βορικά
      γενική των βορικών των βορικών των βορικών
    αιτιατική τους βορικούς τις βορικές τα βορικά
     κλητική βορικοί βορικές βορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βορικός < (άμεσο δάνειο) γαλλική borique < bore (βόριο) + -ique

Επίθετο

βορικός

  1. (χημεία) που έχει σχέση με το βόριο, αναφέρεται σ’ αυτό ή περιέχει βόριο
  2. (χημεία) (ουσιαστικοποιημένο) το βορικό

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.