βορικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βορικό τα βορικά
      γενική του βορικού των βορικών
    αιτιατική το βορικό τα βορικά
     κλητική βορικό βορικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βορικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βορικός

Ουσιαστικό

βορικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.