βορβοροφαγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βορβοροφαγία | οι | βορβοροφαγίες |
| γενική | της | βορβοροφαγίας | των | βορβοροφαγιών |
| αιτιατική | τη | βορβοροφαγία | τις | βορβοροφαγίες |
| κλητική | βορβοροφαγία | βορβοροφαγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βορβοροφαγία < βορβοροφάγος + -ία, μορφολογικά αναλύεται βόρβορ(ος) + -ο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
βορβοροφαγία θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (σπάνιο) το να τρώει κάποιος (ή κάτι) βόρβορο, βούρκο, λάσπη
- (μεταφορικά) η ενέργεια ενός βορβοροφάγου, ενός βυθοκόρου
Μεταφράσεις
βορβοροφαγία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.