βορβοροφαγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βορβοροφαγία οι βορβοροφαγίες
      γενική της βορβοροφαγίας των βορβοροφαγιών
    αιτιατική τη βορβοροφαγία τις βορβοροφαγίες
     κλητική βορβοροφαγία βορβοροφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βορβοροφαγία < βορβοροφάγος + -ία, μορφολογικά αναλύεται βόρβορ(ος) + -ο- + -φαγία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

βορβοροφαγία θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) (σπάνιο) το να τρώει κάποιος (ή κάτι) βόρβορο, βούρκο, λάσπη
  2. (μεταφορικά) η ενέργεια ενός βορβοροφάγου, ενός βυθοκόρου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.