βομβυκοτρόφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η βομβυκοτρόφος οι βομβυκοτρόφοι
      γενική του/της βομβυκοτρόφου των βομβυκοτρόφων
    αιτιατική τον/τη βομβυκοτρόφο τους/τις βομβυκοτρόφους
     κλητική βομβυκοτρόφε βομβυκοτρόφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βομβυκοτρόφος < ο βόμβυξ (του βόμβυκος) + -τρόφος

Ουσιαστικό

βομβυκοτρόφος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.