βολταϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βολταϊκός | η | βολταϊκή | το | βολταϊκό |
| γενική | του | βολταϊκού | της | βολταϊκής | του | βολταϊκού |
| αιτιατική | τον | βολταϊκό | τη | βολταϊκή | το | βολταϊκό |
| κλητική | βολταϊκέ | βολταϊκή | βολταϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βολταϊκοί | οι | βολταϊκές | τα | βολταϊκά |
| γενική | των | βολταϊκών | των | βολταϊκών | των | βολταϊκών |
| αιτιατική | τους | βολταϊκούς | τις | βολταϊκές | τα | βολταϊκά |
| κλητική | βολταϊκοί | βολταϊκές | βολταϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βολταϊκός < γαλλική voltaïque < ιταλική Alessandro Volta
Επίθετο
βολταϊκός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τα βολτ ή (γενικότερα) με το σύστημα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος ή αναφέρεται σ’ αυτά
- βολταϊκό τόξο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βολτ
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.