βολτ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
βολτ
<
γαλλική
volt
<
ιταλική
Alessandro
Volta
[1]
<
volta
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈvolt
/
Ουσιαστικό
βολτ
ουδέτερο
άκλιτο
(
φυσική
)
μονάδα μέτρησης
της ηλεκτρικής
τάσης
(σύμβολο:
V
)
↪
το ηλεκτρικό δίκτυο στην Ευρώπη έχει τάση 220
βολτ
Συγγενικά
βολτάμετρο
μικροβόλτ
Μεταφράσεις
βολτ
αγγλικά
:
volt
(en)
γαλλικά
:
volt
(fr)
Από το όνομα του Ιταλού φυσικού.
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.