βλαχογιάπης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βλαχογιάπης οι βλαχογιάπηδες
      γενική του βλαχογιάπη των βλαχογιάπηδων
    αιτιατική τον βλαχογιάπη τους βλαχογιάπηδες
     κλητική βλαχογιάπη βλαχογιάπηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βλαχογιάπης < βλαχο- + γιάπης

Ουσιαστικό

βλαχογιάπης αρσενικό (θηλυκό: βλαχογιάπισσα)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.