γιάπης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γιάπης | οι | γιάπηδες |
| γενική | του | γιάπη | των | γιάπηδων |
| αιτιατική | τον | γιάπη | τους | γιάπηδες |
| κλητική | γιάπη | γιάπηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γιάπης αρσενικό
- τεχνοκράτης, συνήθως νεαρής ηλικίας με καλοπληρωμένη δουλειά και τρόπο ζωής που χαρακτηρίζεται από υπερκατανάλωση
- Χαρακτηρισμός, χρησιμοποιείται,βέβαια, και με αρνητική σημασία χαρακτηρίζοντας ανθρώπους που προβάλλουν συνεχώς την υψηλή οικονομική τους κατάσταση, και οι οποίοι στηρίζουν ολόκληρη τη φιλοσοφία της ζωής τους στον υλισμό και τον καταναλωτισμό.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.