βλαχαδερό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βλαχαδερό τα βλαχαδερά
      γενική του βλαχαδερού των βλαχαδερών
    αιτιατική το βλαχαδερό τα βλαχαδερά
     κλητική βλαχαδερό βλαχαδερά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βλαχαδερό < βλάχος + -αδερό

Ουσιαστικό

βλαχαδερό ουδέτερο

  1. (μειωτικό) άτομο που προέρχεται από χωριό και δεν μπορεί ακόμα να εγκλιματιστεί στη ζωή της πόλης
  2. (μειωτικό) άτομο χωρίς εκλεπτυσμένο γούστο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.