βλάξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| βλᾱκ- | |||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | βλάξ | οἱ/αἱ | βλᾶκες | |
| γενική | τοῦ/τῆς | βλακός | τῶν | βλακῶν | |
| δοτική | τῷ/τῇ | βλακῐ́ | τοῖς/ταῖς | βλαξῐ́(ν) | |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | βλᾶκᾰ | τοὺς/τὰς | βλᾶκᾰς | |
| κλητική ὦ! | βλάξ | βλᾶκες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βλᾶκε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | βλακοῖν | |||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- βλάξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mlakos • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvlaks/
Επίθετο
βλάξ, βλακός αρσενικό ή θηλυκό (βλᾱκ-) διγενές επίθετο ή ουσιαστικό κοινού γένους
παραθετικά
βλακότερος & βλακώτερος | βλακότατος & βλακώτατος & βλακίστατος | |
βλακωδῶς | βλακότερον | βλακότατα |
Ουσιαστικό
βλάξ, βλακός αρσενικό ή θηλυκό (βλᾱκ-)
- (ελληνιστική κοινή, ιχθυολογία) είδος ψαριού (στον Ερωτιανό [Erot.], 1ος αιώνας κε)
Πηγές
- βλάξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βλάξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.