πριτσίνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πριτσίνι τα πριτσίνια
      γενική του πριτσινιού των πριτσινιών
    αιτιατική το πριτσίνι τα πριτσίνια
     κλητική πριτσίνι πριτσίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αλουμινένια πριτσίνια

Ετυμολογία

πριτσίνι < περτσίνι < τουρκική perçin < περσική پرچين (parçīn)

Ουσιαστικό

πριτσίνι ουδέτερο

  • μεταλλικός σύνδεσμος που χρησιμοποιείται για τη μόνιμη συναρμογή μεταλλικών μερών σε κατασκευές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.