βιόλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βιόλα | οι | βιόλες |
| γενική | της | βιόλας | — | |
| αιτιατική | τη | βιόλα | τις | βιόλες |
| κλητική | βιόλα | βιόλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Βιόλα.
Ετυμολογία
- βιόλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βιόλα < ιταλική viola [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvʝo.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βιό‐λα
Ουσιαστικό
βιόλα θηλυκό
-
βιόλα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- βιόλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- βιόλα <
- το λουλούδι < (άμεσο δάνειο) λατινική viola
- το μουσικό όργανο < (άμεσο δάνειο) ιταλική viola
Ουσιαστικό
βιόλα θηλυκό
Πηγές
- βιόλα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- βιόλα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- βιόλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.