βιωσιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βιωσιμότητα | οι | βιωσιμότητες |
| γενική | της | βιωσιμότητας | των | βιωσιμοτήτων |
| αιτιατική | τη | βιωσιμότητα | τις | βιωσιμότητες |
| κλητική | βιωσιμότητα | βιωσιμότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βιωσιμότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του βιώσιμου, η ικανότητα ενός πράγματος να συνεχίσει την ύπαρξή του
- Η βιωσιμότητα μιας επιχείρησης εξαρτάται από προσωπικούς και οικονομικούς παράγοντες.
- Όταν μιλούν για «ισορροπίες» και «βιωσιμότητες» (*)
- Σύμφωνα με τον κ. Θωμόπουλο, επισημαίνει η ΟΤΟΕ, όλα τα βήματα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών αφορούν «στοιχεία, δείκτες, περικοπές, κεφάλαια, βιωσιμότητες, μετοχική σύνθεση και άλλα τεχνικά χαρακτηριστικά». (*)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.