βιταμινούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βιταμινούχος | η | βιταμινούχα & βιταμινούχος |
το | βιταμινούχο |
| γενική | του | βιταμινούχου | της | βιταμινούχας & βιταμινούχου |
του | βιταμινούχου |
| αιτιατική | τον | βιταμινούχο | τη | βιταμινούχα & βιταμινούχο |
το | βιταμινούχο |
| κλητική | βιταμινούχε | βιταμινούχα & βιταμινούχε |
βιταμινούχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βιταμινούχοι | οι | βιταμινούχες & βιταμινούχοι |
τα | βιταμινούχα |
| γενική | των | βιταμινούχων | των | βιταμινούχων | των | βιταμινούχων |
| αιτιατική | τους | βιταμινούχους | τις | βιταμινούχες & βιταμινούχους |
τα | βιταμινούχα |
| κλητική | βιταμινούχοι | βιταμινούχες & βιταμινούχοι |
βιταμινούχα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βιταμινούχος < βιταμίν(η) + -ούχος
Προφορά
- ΔΦΑ : /vi.ta.miˈnu.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐τα‐μι‐νού‐χος
Επίθετο
βιταμινούχος, -α/-ος, -ο
Πηγές
- βιταμινούχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.