βιοϋλικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βιοϋλικό τα βιοϋλικά
      γενική του βιοϋλικού των βιοϋλικών
    αιτιατική το βιοϋλικό τα βιοϋλικά
     κλητική βιοϋλικό βιοϋλικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιοϋλικό < βιο- + υλικό ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biomaterial)

Ουσιαστικό

βιοϋλικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.