βιοτή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βιοτή | οι | βιοτές |
| γενική | της | βιοτής | των | βιοτών |
| αιτιατική | τη | βιοτή | τις | βιοτές |
| κλητική | βιοτή | βιοτές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιοτή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βιοτή
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | βιοτή | αἱ | βιοταί |
| γενική | τῆς | βιοτῆς | τῶν | βιοτῶν |
| δοτική | τῇ | βιοτῇ | ταῖς | βιοταῖς |
| αιτιατική | τὴν | βιοτήν | τὰς | βιοτᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | βιοτή | βιοταί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βιοτᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βιοταῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
βιοτή θηλυκό
Συνώνυμα
Πηγές
- βιοτή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βιοτή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.